- συνεπαίρει
- συνεπαίρωraisepres ind mp 2nd sgσυνεπαίρωraisepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιφιλοπονούμαι — ἐπιφιλοπονοῦμαι, έομαι (Α) (αποθ.) καταγίνομαι με ζήλο με κάτι («θήραις τε ἐπιφιλοπονεῑσθαι συνεπαίρει τι ἡ γῆ», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φιλοπονούμαι (< φιλό πονος)] … Dictionary of Greek
συνεπαίρω — ΜΑ [ἐπαίρω] (κυριολ. και μτφ.) υψώνω, εγείρω κάποιον ή κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον ή με κάτι άλλο (α. «ἔδει δὲ τὰ πρόσθια σκέλη συνεπαίρειν», Αριστοτ. β. «τῇ μεγαλωσύνῃ αὐτοῡ τὸν εὔφημον ἦχον οἷόν τινι μεγαλοφώνῳ σάλπιγγι συνεπαίροντα», Γρηγ … Dictionary of Greek